ἐρυσίχαιος

ἐρυσίχαιος
ἐρυσίχαιος
carrying a shepherd's staff
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ερυσίχαιος — ἐρυσίχαιος, ον (Α) 1. αυτός που κρατά ποιμενική ράβδο, ο βοσκός 2. κάτοικος τής πόλης Ερυσίχης στην Ακαρνανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερυσι < ερύω (II) (πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.) + χαίος «ποιμενική ράβδος», με τη σημ. 1 …   Dictionary of Greek

  • ἐρυσίχαιον — ἐρυσίχαιος carrying a shepherd s staff masc/fem acc sg ἐρυσίχαιος carrying a shepherd s staff neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυσιχαίους — ἐρυσίχαιος carrying a shepherd s staff masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”